- ωκυποινος
- ὠκύποινοςὠκύ-ποινος2быстро караемый
(παρβασία Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(παρβασία Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ωκύποινος — ον, Α αυτός που τιμωρείται γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + ποινος (< ποινή), πρβλ. πολύ ποινος] … Dictionary of Greek
ὠκύποινον — ὠκύποινος quickly avenged masc/fem acc sg ὠκύποινος quickly avenged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)